- παραρρήνιος
- -α, -ο, θηλ. και -οςαυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στον ποταμό Ρήνο («παραρρήνιοι πληθυσμοί»).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + Ρήνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.